συρματικός

συρματικός
ο серебряный фазан

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συρματικός" в других словарях:

  • συρματικός — (I) ή, όν, ΜΑ [σύρμα, ατος] 1. (για φωνή ή τόνο) παρατεταμένος, μακρός 2. φρ. «συρματική φωνή» ή, απλώς, «συρματική» ένας από τους τόνους τής βυζαντινής μουσικής («οἱ τὰ... εὐαγγέλια μανθάνοντες μυοῡνται πρῶτον τοὺς τόνους ὀξεῑαν καὶ συρματικήν» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»