- συρματικός
- ο серебряный фазан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρματικός — (I) ή, όν, ΜΑ [σύρμα, ατος] 1. (για φωνή ή τόνο) παρατεταμένος, μακρός 2. φρ. «συρματική φωνή» ή, απλώς, «συρματική» ένας από τους τόνους τής βυζαντινής μουσικής («οἱ τὰ... εὐαγγέλια μανθάνοντες μυοῡνται πρῶτον τοὺς τόνους ὀξεῑαν καὶ συρματικήν» … Dictionary of Greek